απόχτημα
Смотреть что такое "απόχτημα" в других словарях:
απόχτημα — το βλ. απόκτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόκτημα — απόκτημα, το και απόχτημα, το, ατος ό,τι έκαμε κανείς κτήμα του: Ένας καλός φίλος είναι μεγάλο απόκτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)